- φιλον(ε)ικώ
- (ε) αμετ спорить, ссориться, ругаться, вздорить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερφιλον(ε)ικώ — έω, Μ [φιλον(ε)ικῶ] φιλονικώ πάρα πολύ ή ζηλεύω πάρα πολύ … Dictionary of Greek